περιχαράκωμα

περιχαράκωμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "περιχαράκωμα" в других словарях:

  • περιχαράκωμα — entrenchment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιχαράκωμα — τὸ, ΝΜΑ [περιχαρακώ] νεοελλ. η περιχαράκωση μσν. αρχ. περιχαρακωμένος τόπος …   Dictionary of Greek

  • περιχαράκωμα — το, ατος χαράκωμα, τάφρος κυκλική, τόπος περιχαρακωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περισταύρωμα — τὸ, Α [περισταυρώ] περίφραγμα με πασσάλους τοποθετημένους κυκλικά, περιχαράκωμα, οχύρωμα …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»