περιχαράκωμα
Смотреть что такое "περιχαράκωμα" в других словарях:
περιχαράκωμα — entrenchment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιχαράκωμα — τὸ, ΝΜΑ [περιχαρακώ] νεοελλ. η περιχαράκωση μσν. αρχ. περιχαρακωμένος τόπος … Dictionary of Greek
περιχαράκωμα — το, ατος χαράκωμα, τάφρος κυκλική, τόπος περιχαρακωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περισταύρωμα — τὸ, Α [περισταυρώ] περίφραγμα με πασσάλους τοποθετημένους κυκλικά, περιχαράκωμα, οχύρωμα … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek